- ζαπληθης
- ζαπληθήςζα-πληθής21) досл. преисполненный, полный, перен. вдохновленный
(ζαπληθὲς Μούσης στόμα Anth.)
2) густой, окладистый(γενειάς Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζαπληθὲς Μούσης στόμα Anth.)
(γενειάς Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] … Dictionary of Greek
ζαπληθῆ — ζαπληθής very full neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζαπληθής very full masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζαπληθής very full masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπληθές — ζαπληθής very full masc/fem voc sg ζαπληθής very full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek